Global mobility: η μετακίνηση των εργαζομένων, το σύγχρονο work from home και οι φορολογικές διατάξεις.

Γράφει ο Γιάννης Γιαννόπουλος, Γενικός Διευθυντή & Επικεφαλής Φορολογικών Υπηρεσιών, ΣΟΛ Crowe Συμβουλευτική

Τα τελευταία χρόνια, κυρίως ως επακόλουθο της πανδημίας, καταγράφεται μια δυναμική τάση όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι να παρέχουν την εργασία τους σε χώρα διαφορετική από την χώρα του εργοδότη. Το global mobility όπως ονομάζεται η διασυνοριακή εργασία, μπορεί να λάβει διάφορες μορφές όπως απόσπαση ή δανεισμός εργαζόμενου, τηλεργασία κ.α. Ειδικότερα δε η τηλεργασία αποτελεί ένα όλο και πιο διαδεδομένο τρόπο εργασίας, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς εργαζόμενους να μετοικίσουν στην χώρα καταγωγής τους. Οποία κι αν είναι η φύση της εργασιακής μορφής το στοιχείο της διασυνορικότητας καθορίζει τις επιμέρους παραμέτρους της σχέσης αυτής.

Φορολογική Αντιμετώπιση Διασυνοριακής Εργασίας

Κατά πάγια νομολογία, το ΣτΕ δέχεται ο τόπος που προκύπτει το εισόδημα από παροχή μισθωτών υπηρεσιών, να είναι η χώρα στην οποία ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης (έδρα) του εργοδότη. Συνεπώς, οι αμοιβές που αποκτούν δικαιούχοι για εργασία που παρέχεται στην Ελλάδα υπόκεινται σε φορολόγηση στην Ελλάδα. Η υποχρέωση δε αυτή προκύπτει ανεξαρτήτως της διάρκειας της εργασίας, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται μονομερώς διακριτικότερη μεταχείριση της βραχυπρόθεσμης εργασίας, ή του τόπου εγκατάστασης του εργοδότη ή, τέλος, της κατοικίας του εργαζόμενου στην ημεδαπή ή αλλοδαπή (κατ’ αρχήν). Συνεπώς στην περίπτωση αυτή τόσο ο εργαζόμενος όσο και ο εργοδότης οφείλουν να τηρήσουν όλες τις δηλωτικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από το ελληνικό Φορολογικό Δίκαιο.

Παρομοίως σύμφωνα με την Πρότυπη Σύμβαση ΟΟΣΑ (αρ. 15) το εισόδημα που αποκτάται από εξαρτημένη εργασία φορολογείται στο κράτος που ασκείται η απασχόληση. Συνεπώς ο κανόνας που τίθεται κατ’ αρχήν είναι πως η μισθωτή εργασία φορολογείται στον τόπο που αυτή ασκείται. Χώρες πιο εξοικειωμένες με την διασυνοριακή μετακίνηση εργαζομένων μπορεί να επιλέξουν να ρυθμίσουν επιμέρους ζητήματα με ειδικότερες διατάξεις στις Διμερείς Συμβάσεις τους όπως για παράδειγμα η σχετική σύμβαση μεταξύ Βελγίου και Γερμανίας είτε με ειδικότερες διμερείς συμφωνίες, όπως για παράδειγμα μεταξύ Ελβετίας και Ιταλίας.

Εντούτοις, για τη βραχυπρόθεσμη παροχή εργασίας σε άλλο κράτος επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση. Η βραχυπρόθεσμη εργασία καθορίζεται κατ’ αρχήν από το όριο των 183 ημερών (είτε σε ημερολογιακή βάση είτε σε οιαδήποτε δωδεκάμηνη περίοδο) παρουσίας στο κράτος εργασίας ενώ περαιτέρω τίθενται και επιπλέον κριτήρια με τα οποία απαιτείται ο εργοδότης να μην είναι κάτοικος του κράτους παροχής της εργασίας. Συνακόλουθα προκύπτει πως η εν λόγω απαλλακτική διάταξη έχει εφαρμογή μόνο κατά την περίπτωση που ούτε ο εργαζόμενος αλλά ούτε και ο εργοδότης είναι κάτοικοι του κράτους στο οποίο παρέχεται η εργασία. Σημειώνεται δε η συντριπτική πλειοψηφία των ΣΑΔΦ της Ελλάδας ακολουθούν τους ως άνω κανόνες και διατυπώσεις πλην των Συμβάσεων Ελλάδας – ΗΠΑ και Ελλάδας – ΗΒ με τις οποίες τίθενται κριτήρια όπως συγκεκριμένο όριο στην αμοιβή ή ο επαναπατρισμός των εσόδων από μισθωτή εργασία στο κράτος κατοικίας αντιστοίχως.   Εφόσον, λοιπόν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις τα έσοδα από μισθωτή εργασία φορολογούνται στο κράτος κατοικίας του εργαζόμενου. Καθώς προβλέπεται αποκλειστική φορολογική ικανότητα του κράτους κατοικίας έπεται πως το εισόδημα αυτό δεν υπόκειται σε παρακράτηση φόρου στο κράτος που παρέχεται η εργασία.

Ακούσια Μόνιμη Εγκατάσταση Εργοδότη: η σύγχρονη μορφή του work from home

Το ενδεχόμενο η δραστηριότητα του εργαζόμενου να δημιουργήσει ακουσίως Μόνιμη Εγκατάσταση (ΜΕ) του εργοδότη μπορεί να προκύψει πρωτίστως από ενέργειες ή δραστηριότητες του εργαζόμενου ως πράκτορας του εργοδότη ή από την ύπαρξη καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του εργοδότη στο κράτος παροχής εργασίας. Και ενώ μεν η πρώτη περίπτωση είναι εν πολλοίς ευχερέστερα ελέγξιμη εντούτοις η περίπτωση ύπαρξης καθορισμένου τόπου στη χώρα παροχής εργασίας ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ειδικότερα αναφορικά με περιπτώσεις εργαζομένων που παρέχουν την εργασία τους από το σπίτι (home office).

Αν και οι διευκρινήσεις που παρέχονται από τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ προκρίνουν ότι η εργασία από σπίτι δεν δημιουργεί κατ’ αρχήν μόνιμη εγκατάσταση του εργοδότη τουλάχιστον στο μέτρο που δίδεται η δυνατότητα στον εργαζόμενο να εργαστεί στο χώρο του εργοδότη (βλ. και Ε. 2113/20 ΑΑΔΕ), εντούτοις φαίνεται πως οι φορολογικές αρχές συνυπολογίζουν και επιπλέον κριτήρια στην κρίση τους όπως για παράδειγμα η επέκταση των δραστηριοτήτων του εργοδότη στη χώρα που εργαζόμενος παρέχει την εργασίας του, κ.α.. Ένα τέτοιο κριτήριο, βέβαια, θα περίμενε κανείς να έχει εφαρμογή τουλάχιστον σε περιπτώσεις που εργαζόμενος είναι ανώτερο διοικητικό στέλεχος. Αντίθετα, περιπτώσεις που αφορούν εργαζόμενους χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες π.χ. προγραμματιστές, που αποτελούν και μια από τις πλέον συνηθισμένες περιπτώσεις, θα εντάσσονταν στην απαλλακτική διάταξη περί προπαρασκευαστικής ή βοηθητικής δραστηριότητας και ως τέτοια δεν θα οδηγούν στη δημιουργία ΜΕ. Ακόμα δε και στην περίπτωση που κριθεί ότι υπάρχει πράγματι μόνιμη εγκατάσταση τα αναλογούντα κέρδη από την δραστηριότητα του εργαζόμενου στην Μόνιμη Εγκατάσταση αναμένεται να είναι ελάχιστα ή και μηδενικά. Παραμένουν βέβαια η δηλωτικές υποχρεώσεις του εργοδότη στην Ελληνική επικράτεια π.χ. λήψη ΑΦΜ, κλπ.

Σε κάθε περίπτωση βέβαια κατά τα έως τώρα οριζόμενα διαφαίνεται η ύπαρξη ενός ανώτατου ορίου πέρα από το οποίο η δραστηριότητα αυτή αποτελεί νέα κανονικότητα και ως εκ τούτου οδηγεί στη δημιουργία μόνιμης εγκατάστασης.

Η διασυνοριακή μετακίνηση των εργαζομένων αποτελεί πλέον μια νέα πραγματικότητα με πολλαπλές προεκτάσεις και παραμέτρους. Είναι προφανές ότι ο σχεδιασμός που αφορά την διασυνοριακή μετακίνηση δεν εξαντλείται μόνο στο πεδίο του Φορολογικού Δικαίου αλλά αγγίζει επιπλέον και κανόνες κοινωνικής ασφάλισης, εργατικού και μεταναστευτικού Δικαίου. Η πολυπλοκότητα αυτή καθιστά απαραίτητη την ολιστική αντιμετώπιση αυτών των περιπτώσεων για την προστασία τόσο του εργαζόμενου όσο και του εργοδότη.

Χρηματοδοτικά εργαλεία για τη στήριξη νέων επενδύσεων στη χώρα μας

Γράφει η Παναγιώτα – Κων/να Νιαβή, Σύμβουλος, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες Διοίκησης, ΣΟΛ Crowe Συμβουλευτική

Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την δημιουργία και ανακοίνωση πολλαπλών αναπτυξιακών εργαλείων και προγραμμάτων χρηματοδότησης τα οποία στοχεύουν στην παροχή κινήτρων για την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων. Η θεαματική αύξηση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης αναμένεται να συμβάλει στην υλοποίηση νέων επενδύσεων που θα ενισχύσουν σημαντικά την ανάπτυξη κρίσιμων οικονομικών τομέων. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία συμβάλλουν στην εξεύρεση  πόρων και αποτελούν  καθοριστικό παράγοντα στην ολοκλήρωση κάθε επένδυσης.

Στις αρχές Φεβρουαρίου ψηφίστηκε και δημοσιεύτηκε o Νέος Αναπτυξιακός Νόμος 4887/2022. Την ίδια περίοδο, αναρτήθηκαν οι προσκλήσεις των Τραπεζών για την υποβολή επενδυτικών σχεδίων,  στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Οι προσκλήσεις προγραμμάτων του νέου ΕΣΠΑ (2021 – 2027) για τις μικρότερες επενδύσεις, θα δουν το φως της δημοσιότητας σύντομα.

Ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος περιλαμβάνει 13 καθεστώτα – θεματικές ενότητες. Οι πρώτες προκηρύξεις, σύμφωνα με τις δηλώσεις της ηγεσίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, αναμένονται  τον Απρίλιο – Μάϊο με πρώτο το Σχέδιο της Δίκαιης Μετάβασης και θα ακολουθήσουν η Μεταποίηση – Βιομηχανία, η Αγροδιατροφή και ο Τουρισμός. Οι προκηρύξεις αναμένονται να  έχουν σταθερό ετήσιο κύκλο. Τα ποσοστά ενίσχυσης κυμαίνονται για τις μεγάλες από 15% έως 50%, για τις μεσαίες από 25% έως 60%, για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις από 35% έως 70% αναλόγως σε ποια περιφέρεια ανήκει η περιοχή εγκατάστασης της νέας επένδυσης. Τα ποσοστά ενίσχυσης για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αυξάνονται σε 80% σε ορισμένα καθεστώτα και σε 100% για ορεινές περιοχές και μικρά νησιά.

Τα είδη της ενίσχυσης περιλαμβάνουν την επιχορήγηση, την φορολογική απαλλαγή, την επιδότηση της χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), την επιδότηση του κόστους της δημιουργούμενης απασχόλησης και τη χρηματοδότηση επιχειρηματικού κινδύνου.

Τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ)   καλύπτουν κατά μέγιστο βαθμό το 50% του κόστους κάθε επενδυτικού σχεδίου. Η ιδιωτική συμμετοχή καλύπτει τουλάχιστον το 20% του προϋπολογισμού της επένδυσης, ενώ το τραπεζικό ίδρυμα θα δανειοδοτήσει τουλάχιστον το 30%. Με επιτόκιο 0,35% θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν τα επενδυτικά σχέδια σε ποσοστό έως 50% του συνόλου της επένδυσης, όσοι επενδυτές ενταχθούν στην πρώτη φάση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Τα δάνεια του ΤΑΑ καλύπτουν από 30% έως 50% το κόστος του επιχειρηματικού σχεδίου και προσανατολίζονται σε επενδυτικά σχέδια για:

  • Ψηφιακό μετασχηματισμό.
  • Πράσινη μετάβαση.
  • Εξωστρέφεια των επιχειρήσεων.
  • Ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας μέσω συνεργασιών, εξαγορών και συγχωνεύσεων.
  • Καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη.

Η κλιμάκωση μεταξύ του 30% και του 50% βασίζεται στον βαθμό μεγαλύτερης συνεισφοράς σε καθεμία από τις πέντε κατηγορίες, ή/και σε συνδυασμό τους.

Η χρηματοδότηση ενός επενδυτικού σχεδίου μπορεί να αποτελείται τόσο από πόρους του νέου Αναπτυξιακού Νόμου όσο και από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Βασική προϋπόθεση είναι να τηρούνται τα όρια ενίσχυσης με βάση το επιλεγμένο άρθρο του Γενικού Απαλλακτικού Κανονισμού.  Συνεπώς, στο βαθμό που αθροιστικά και αναφορικά με τη συγκεκριμένη επένδυση δεν γίνεται υπέρβαση της μέγιστης κρατικής ενίσχυσης από τη λήψη διαφορετικών προγραμμάτων κρατικών ενισχύσεων (συμπεριλαμβανομένου και του ΤΑΑ), μπορεί να γίνει συνδυασμός μεταξύ των προγραμμάτων.

Τα Προγράμματα ΕΣΠΑ 2021 – 2027 αναμένεται να αποτελέσουν και αυτά ένα από τα ισχυρότερα Αναπτυξιακά Εργαλεία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) στην Ελλάδα στο προσεχές μέλλον. Ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος ανέρχεται στα 26,2 δισ. Ευρώ. Ταυτόχρονα ολοκληρώθηκε η δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο νόμου με τίτλο « Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την Προγραμματική Περίοδο 2021 – 2027» και μέχρι αρχές Μαρτίου αναμένεται να πάει στη Βουλή για ψήφιση. Η ψήφιση του νόμου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να ενεργοποιηθούν τα νέα προγράμματα. Οι πρώτες προσκλήσεις αναμένονται μέσα στην άνοιξη του 2022. Πρώτο αναμένεται το πρόγραμμα για την Ανταγωνιστικότητα (ΕΠΑνΕΚ). Στόχος του νέου ΕΣΠΑ είναι να μην υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσκλήσεις αλλά μεγάλες προσκλήσεις οριζόντιου χαρακτήρα. Στην πράξη αυτό σημαίνει ταυτόχρονη πρόσβαση στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων από πλήθος κλάδων της οικονομίας.

Το νέο πλαίσιο για τους Προέδρους των Επιτροπών Ελέγχου: ικανότητες και ευθύνες.

Γράφουν οι Ειρήνη Ι. Παπαδοπούλου, Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, Υπεύθυνη Διαχείρισης Κινδύνων, ΣΟΛ Crowe , Ειρήνη Κρητσιώτη, Δικηγόρος, Νομική Σύμβουλος, ΣΟΛ Crowe

Η αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου διακυβέρνησης και εποπτείας των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος την τελευταία τετραετία, δε θα μπορούσε να μην επηρεάσει τη δομή και τις αρμοδιότητες των Επιτροπών Ελέγχου.

Η ανάγκη μετάβασης από «τον τύπο στην ουσία», θέλει τις Επιτροπές Ελέγχου να διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διασφάλιση της ακεραιότητας και της διαφάνειας των εταιρικών αναφορών και ως εκ τούτου, οι διοικήσεις των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος έχουν στραφεί στην αναζήτηση μελών, κυρίως Προέδρων, που θα συντελέσουν στην επίτευξη αυτού του ρόλου.

Το νέο θεσμικό πλαίσιο, προϋποθέτει 3 βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει το υποψήφιο μέλος μίας Επιτροπής Ελέγχου: α) ανεξαρτησία, β) καλή γνώση του περιβάλλοντος της επιχείρησης και γ) επαρκείς γνώσεις ελεγκτικής και λογιστικής.

Με γνώμονα αυτές τις απαιτήσεις αρκετοί επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στον έλεγχο, τη διαχείριση κινδύνων ή ακόμα και την κανονιστική συμμόρφωση, ανταποκρίθηκαν στις προσκλήσεις των εισηγμένων εταιρειών για μία θέση στην Προεδρία Επιτροπής Ελέγχου τους, προσβλέποντας μεταξύ άλλων, στην αναγνωρισιμότητα που προσδίδει η θέση, στον εμπλουτισμό του βιογραφικού τους και γιατί όχι στην αύξηση των προσωπικών τους εισοδημάτων.

Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά; Αρκούν μόνο οι τρεις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για να αγγίξει κάποιος την «ουσία» αντί του «τύπου»; Μήπως υπάρχουν και άλλες μεταβλητές που θα πρέπει να πληρούνται για να λυθεί η εξίσωση μίας επιτυχημένης Προεδρίας  σε Επιτροπή Ελέγχου;

Κατά τη γνώμη μας, ο προτεινόμενος Πρόεδρος Επιτροπής Ελέγχου, πριν την αποδοχή του ορισμού του, θα πρέπει να λάβει υπόψη του: α) τις ικανότητες – δεξιότητες που απαιτούνται και  β) τις ευθύνες που προκύπτουν από την ανάληψη μιας τέτοιας θέσης. 

Ο υποψήφιος Πρόεδρος μίας Επιτροπής Ελέγχου, πέραν των θεσμικών απαιτήσεων, οφείλει να γνωρίζει την επιχείρηση και τον κλάδου που αυτή ανήκει, ώστε να αντιλαμβάνεται επαρκώς τους εγγενείς κινδύνους.

Η θέση του δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται από τον ίδιο ως «δευτερεύουσας απασχόλησης»,  αφού λόγω των  αυξημένων  απαιτήσεών της θα χρειαστεί να δαπανά περισσότερο χρόνο από ό,τι αρχικώς υπολόγιζε.

Ο επαγγελματικός σκεπτικισμός είναι επίσης απαραίτητη ικανότητα, προκειμένου να διατηρούνται οι ισορροπίες κατά την επίβλεψη της διαχείρισης κινδύνων, αλλά και για την αποτελεσματική διαχείριση  τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού ελέγχου και την υποβολή των σωστών ερωτήσεων στα σωστά άτομα.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου οφείλει να έχει ηγετικές ικανότητες, να μεριμνά για την ποιότητα της σύνθεσης των μελών της Επιτροπής και να έχει την απόλυτη επιμέλεια της ημερήσιας και ετήσιας ατζέντας, χωρίς να επιτρέπει παρεμβάσεις τρίτων.

Επίσης, πρέπει να είναι καλός ακροατής, να επεξεργάζεται σωστά τις πληροφορίες που λαμβάνει,  να τολμά να διαφωνήσει, να συγκρουστεί και να λάβει σκληρές αποφάσεις αν αυτό απαιτηθεί (π.χ. αλλαγή μελών της Επιτροπής, αλλαγή εξωτερικών ελεγκτών, αναδιοργάνωση λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου κ.λπ.).

Η δόμηση υγιών  σχέσεων συνεργασίας με τον Οικονομικό Διευθυντή και το Διευθύνοντα Σύμβουλο είναι απαραίτητη ώστε ο Πρόεδρος της Επιτροπής να έχει σαφή εικόνα των χρηματοοικονομικών αναφορών της επιχείρησης σε κάθε στάδιο σύνταξής τους. Η πρόσκλησή τους δε να παραβρίσκονται στις συνεδριάσεις της Επιτροπής, συμβάλλει στη δημιουργία μιας ανοιχτής και διαφανούς κουλτούρας.

Βασική μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής, αποτελεί η εξασφάλιση διαρκούς και πλήρους ενημέρωσης του Διοικητικού Συμβουλίου για τις ενέργειες και τα αποτελέσματα της Επιτροπής.  

Τέλος, θα πρέπει να διαθέτει ισορροπημένη και ηθική προσέγγιση σε θέματα whistleblowing, ώστε να διασφαλίσει την απρόσκοπτη υποβολή ασφαλών αναφορών.  

Με την ισχύουσα νομοθεσία,  η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δικαιούται να ελέγχει εάν τα πρόσωπα που εποπτεύει (εξαιρουμένων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών εταιρειών) εφαρμόζουν τις διατάξεις της που σχετίζονται με τη δομή, τη σύνθεση, τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις της Επιτροπής Ελέγχου. Σε περίπτωση παράβασης, έχει το δικαίωμα να επιβάλλει και στα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου τις προβλεπόμενες κυρώσεις, όπως αυτές εξειδικεύονται με την με σχετική απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου (επίπληξη ή χρηματικό πρόστιμο από 5.0000,00 € έως 3 εκατομμύρια ευρώ).

Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικές εταιρείες σύμφωνα τη νομοθεσία εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης μπορεί να επιβάλλει επίσης κυρώσεις.  

Ενδεχομένως η επιβολή κυρώσεων σε βάρος των μελών της Επιτροπής Ελέγχου, κατά τα παραπάνω, να εγείρει υπό προϋποθέσεις και αξιώσεις των τρίτων έναντι τους.

Δικαίωμα εποπτείας και διενέργειας ελέγχων ως προς συγκεκριμένες αρμοδιότητες της Επιτροπής Ελέγχου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα άρθρα στην κείμενη νομοθεσία, έχει και η  Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.). Ειδικότερα, η  Ε.Λ.Τ.Ε. ελέγχει αν η Επιτροπή Ελέγχου ασκεί τις αρμοδιότητές της, αναφορικά με:

α) την παρακολούθηση του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και ιδίως της απόδοσής του,

β) την επισκόπηση και παρακολούθηση της ανεξαρτησίας των ορκωτών ελεγκτών λογιστών ή των ελεγκτικών εταιρειών και

γ) την ευθύνη της επιτροπής ελέγχου για τη διαδικασία επιλογής ορκωτών ελεγκτών λογιστών ή ελεγκτικών εταιρειών.

Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι Επιτροπή Ελέγχου των οντοτήτων δημόσιου συμφέροντος εποπτεύεται και ελέγχεται από δύο ταυτόχρονα όργανα, με τη διαφορά ότι η Ε.Λ.Τ.Ε. διαβιβάζει τα ευρήματα των ελέγχων της και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει για την επιβολή κυρώσεων.

Δεδομένου, ότι δεν υπάρχει ρητή διάταξη νόμου, που να ρυθμίζει το ζήτημα της θεμελίωσης της ευθύνης των μελών της Επιτροπής Ελέγχου έναντι της οντότητας, κρίνεται σκόπιμο να λαμβάνεται υπόψη ότι:

  • η Επιτροπή ελέγχου δεν έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες (σε αντιδιαστολή με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου) και
  • τα καθήκοντά της περιορίζονται στο επίπεδο της διακρίβωσης και του ελέγχου, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν άπτονται της διοίκησης της εταιρείας.

Επειδή όμως η Επιτροπή Ελέγχου θεωρείται συλλογικό όργανο, είναι πιθανό να έχουν εφαρμογή  όσον αφορά τον καταμερισμό της ευθύνης των μελών της, οι σχετικές διατάξεις νόμου περί  ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

Με βάση τα παραπάνω, η θέση του Προέδρου σε Επιτροπή Ελέγχου οντότητας δημοσίου συμφέροντος, αποτελεί ταυτόχρονα ευκαιρία και πρόκληση. Πρόκειται για μία πολύ ενδιαφέρουσα ενασχόληση που  επιτρέπει σε έναν επαγγελματία να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του, έχοντας όμως επίγνωση ότι από τις  πράξεις ή παραλείψεις του κρίνεται η αποτελεσματικότητα της Επιτροπής.  Συνεπώς, πριν την αποδοχή μιας τέτοιας θέσης, ο επαγγελματίας πρέπει  να  σταθμίσει  τις αυξημένες απαιτήσεις και τις ευθύνες της, σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη.

O νέος Αναπτυξιακός νόμος και η διαδικασία ελέγχου των επενδυτικών σχεδίων. Πώς επιταχύνεται η διαδικασία καταβολής της ενίσχυσης ή χρήσης της ωφέλειας της φοροαπαλλαγής;

Γράφει ο Γρηγόρης Τσαραμανίδης, Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, Μέλος Δ.Σ., ΣΟΛ Crowe

Η ανάπτυξη μέσω των επενδύσεων συνεχίζει και σήμερα να παραμένει ο κύριος στόχος του Υπουργείου Ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο ψηφίστηκε πρόσφατα ο Ν.4864/21 (ΦΕΚ 237/02.12.2021), ο οποίος τροποποίησε τον Ν.4399/16 με στόχο να μειωθεί σημαντικά ο χρόνος που χρειάζεται, για να συσταθούν οι επιτροπές και να διεξαχθούν οι έλεγχοι προκειμένου να εγκριθούν και να πιστοποιηθούν τα επενδυτικά σχέδια.

Στα τέλη του 2019, το κράτος, αντιδρώντας στο πρόβλημα των μεγάλων καθυστερήσεων που υπήρχαν κατά την διαδικασία ελέγχου και πιστοποίησης των επενδύσεων, έδωσε τη δυνατότητα στους φορείς επενδυτικών σχεδίων να επιλέξουν προαιρετικά Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές για τη διενέργεια του ελέγχου για την πιστοποίηση της ολοκλήρωσης και της έναρξης παραγωγικής λειτουργίας των επενδυτικών σχεδίων. Σκοπός της συγκεκριμένης παρέμβασης ήταν η γρηγορότερη είσπραξη των δικαιούμενων επιδοτήσεων και της χρήσης της ωφέλειας της φοροαπαλλαγής μέσω του σχηματισμού αφορολόγητου αποθεματικού από τα κέρδη των εταιριών.

Με το νέο νόμο Ν.4864/21 ενισχύεται ο παραπάνω στόχος, αφού για πρώτη φορά και για επενδυτικά σχέδια ύψους άνω του ποσού των επτακοσίων χιλιάδων (700.000) ευρώ, η διενέργεια ελέγχου θα πραγματοποιείται υποχρεωτικά από Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή, ο οποίος θα πιστοποιεί το πενήντα τοις εκατό (50%) ή το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του επενδυτικού σχεδίου ή της ολοκλήρωσης (100%) και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης.

Κατά τη διαδικασία κατά την οποία ο φορέας της επένδυσης επιθυμεί να λάβει ποσό που ανέρχεται μέχρι το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της εγκεκριμένης επιχορήγησης, ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής με δηλωτική πράξη ορθότητας πιστοποιεί τα δικαιολογητικά υλοποίησης. Η απόφαση της διοίκησης εκδίδεται εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος. Όσον αφορά τον έλεγχο της επενδυτικής πρότασης και εφόσον αυτή συμπεριλαμβάνει δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, ο νέος νόμος ορίζει τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ή εμπειρογνώμονα από το Μητρώο Πιστοποιητών Αξιολογητών (ΜΠΑ) ως υπεύθυνο ελέγχου.

Σημαντική παρέμβαση της νέας νομοθεσίας, με στόχο τη μείωση του χρόνου τελικής έγκρισης των επενδυτικών σχεδίων, είναι ότι για πρώτη φορά δίνεται σε Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές ο έλεγχος της αξιολόγησης των επενδυτικών σχεδίων σε περιπτώσεις καθυστερήσεων από πλευράς του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, όταν η διάρκεια του χρόνου ελέγχου των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των επενδυτικών σχεδίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης σε καθεστώς ενίσχυσης υπερβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση τις σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης περί έναρξης της διαδικασίας αξιολόγησης, ή σε άμεση αξιολόγηση τις τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, ο έλεγχος ανατίθεται, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, σε ανεξάρτητο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ο οποίος οφείλει το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών να ολοκληρώσει τον έλεγχο των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων ορίζονται ο αριθμός, ο τρόπος, τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της ανάθεσης της αξιολόγησης σε ανεξάρτητο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή από το Μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών.

Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 3329/1955 με το οποίο καθιερώθηκε ο ελεγκτικός θεσμός στην χώρα μας, το έργο των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών καθορίζεται ρητά ως δημόσιο λειτούργημα. Ο ρόλος τους είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρος από ποτέ, δεδομένου ότι η ενσωμάτωσή τους στη διαδικασία ελέγχου των αναπτυξιακών σχεδίων μπορεί να είναι καταλυτική στην επιτάχυνση της υλοποίησης έργων, ζωτικών για την ελληνική οικονομία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η καθιέρωση του φορολογικού πιστοποιητικού και η ενσωμάτωση της εργασίας των ανεξάρτητων Ορκωτών Ελεγκτών συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην συντόμευση και βελτίωση των φορολογικών ελέγχων. Τα οφέλη για το κράτος όπως έχουν παρουσιαστεί στο παρελθόν από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης (ΕΛΤΕ) είναι πολλαπλά και σημαντικά αφού οι εταιρίες φαίνεται να έχουν συμμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό αλλά και σε “πραγματικό χρόνο” στις υποδείξεις και διορθώσεις των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, ενώ το κράτος έχει αυξήσει τα έσοδά του.

Η πράσινη λογιστική και η εφαρμογή της από τις επιχειρήσεις.

Γράφουν οι Κυριάκος Πατατούκας, τ. Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, Νικόλαος Λαζ. Παπάκης, Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής, ΣΟΛ Crowe(Master of Accountancy & Business Finance University of Dundee, Scotland).

Την εποχή της παγκοσμιοποίησης που διανύουμε, γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες της λεγόμενης «κλιματικής αλλαγής», της οποίας τα φαινόμενα επηρεάζουν ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, όπως την γεωργία, τον τουρισμό, και την βιομηχανία. Η έντονη βιομηχανική δραστηριότητα, έχει άμεσο αντίκτυπο στην χλωρίδα και πανίδα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο, με την δραστηριότητά τους εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους του πλανήτη με πολύ εντατικό ρυθμό, με αποτέλεσμα η μόλυνση που δημιουργείται στο φυσικό περιβάλλον πολλές φορές να είναι μη αναστρέψιμη. Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος οι διοικήσεις των επιχειρήσεων δέχονται πιέσεις από τους μετόχους τους για τα αυξημένα κόστη της μόλυνσης του περιβάλλοντος που προκαλούν οι εν λόγω επιχειρήσεις, καθώς επίσης και από περιβαλλοντικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις.

Αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων είναι η ανάπτυξη ενός νέου κλάδου της λογιστικής επιστήμης, η λεγόμενη ως «Περιβαλλοντική Λογιστική – Πράσινη Λογιστική», η οποία επικεντρώνεται τόσο στην αναγνώριση και καταγραφή των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στον προσδιορισμό του περιβαλλοντικού κόστους όσο και στην εφαρμογή μεθόδων με τις οποίες η βιωσιμότητα μπορεί να αξιολογηθεί και να ενσωματωθεί στην οργανωτική δομή μιας επιχείρησης.

Οφέλη από την εφαρμογή της Περιβαλλοντικής Λογιστικής

Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων ολοένα και περισσότερο συνειδητοποιούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους. Οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι αποτελούν πλέον μέρος της επιτυχημένης δράσης της επιχείρησης όπως ο σχεδιασμός προϊόντων, το μάρκετινγκ και η χρηστή οικονομική διαχείριση. Η κακή περιβαλλοντική συμπεριφορά μπορεί να έχει πραγματικά αρνητικό αντίκτυπο στην επιχείρηση και στα οικονομικά της. Οι συνέπειες περιλαμβάνουν πρόστιμα, αυξημένη ευθύνη έναντι περιβαλλοντικών φόρων, μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της π.χ. μείωση της αξίας της γης, απομείωση του σήματος (Brand name), απώλεια πωλήσεων, μποϊκοτάζ από τους καταναλωτές, αδυναμία εξασφάλισης χρηματοδότησης, απώλεια ασφαλιστικής κάλυψης, ενδεχόμενες υποχρεώσεις, αγωγές και βλάβες της εταιρικής εικόνας.

Σχεδόν όλοι οι τομείς των επιχειρήσεων έχουν επηρεασθεί από πιέσεις που δέχονται για την μόλυνση του περιβάλλοντος συμπεριλαμβανομένου και του τομέα της Λογιστικής.  Τα παραδοσιακά λογιστικά συστήματα δεν μπορούν να καταγράψουν επαρκώς το περιβαλλοντικό κόστος με συνέπεια να καταχωρείται σε γενικούς λογαριασμούς όπως π.χ. διάφορα έξοδα. Συνεπώς, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων δεν μπορούν να αποκτήσουν πληροφορίες σχετικά με το περιβαλλοντικό κόστος και κατά συνέπεια δεν μπορούν να το μειώσουν. Η Περιβαλλοντική Διοικητική Λογιστική είναι μια προσπάθεια να ενοποιήσει την καλύτερη διοικητική λογιστική θεωρία και πρακτική με την καλύτερη περιβαλλοντική θεωρία και πρακτική και αφορά στην κατάρτιση χρηματοοικονομικών και μη χρηματοοικονομικών εκθέσεων προκειμένου να στηριχθούν αποφάσεις για την διαχείριση του περιβάλλοντος, με στόχο τον εντοπισμό και την κατανομή του κόστους που σχετίζεται με το περιβάλλον.

Βιωσιμότητα-αειφόρος ανάπτυξη.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αυξανόμενη πίεση στις επιχειρήσεις να διευρύνουν τους στόχους τους όσον αφορά την εταιρική τους ευθύνη. Πολλές επιχειρήσεις έχουν ανταποκριθεί δημοσιεύοντας και αποτιμώντας τις κοινωνικές τους επιπτώσεις, αξιοποιώντας πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί, όπως το GRI (Global Reporting Initiative Standards).

Τα πρότυπα GRI αντιπροσωπεύουν την παγκόσμια βέλτιστη πρακτική για δημοσίευση αναφορών για μια σειρά οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Η αναφορά βιωσιμότητας της επιχείρησης βάσει των Προτύπων αυτών παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη θετική ή αρνητική συμβολή ενός οργανισμού στην αειφόρο ανάπτυξη. Τα πρότυπα GRI αποτελούν επίσης μια αξιόπιστη αναφορά για τους υπεύθυνους της χάραξης πολιτικής για το φυσικό περιβάλλον και τις ρυθμιστικές αρχές παγκοσμίως. Τελικά ενθαρρύνουν και επιτρέπουν αξιόπιστες, μη χρηματοοικονομικές αναφορές από τις εταιρείες που υπάγονται στον έλεγχο της.

Ένας αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων παγκοσμίως, ακολουθούν σε κάποια έκταση τον οδηγό των προτύπων του GRI. Για παράδειγμα η κοινωνική και περιβαλλοντική αναφορά της British Telecom το έτος 2004 περιλάμβανε έντεκα μη χρηματοοικονομικούς δείκτες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και δείκτες όπως οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα οι οποίες ήταν 46% χαμηλότερες σε σχέση με το 1996, μείωση των αποβλήτων σε χωματερές σε 12.201 τόνους από 79.677 τόνους, και ποσοστό ανακύκλωσης των απορριμμάτων που έφθανε το 26%. Δηλαδή, μια επιχείρηση χαρακτηρίζεται από το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από την κατανάλωση των φυσικών πόρων που απαιτούνται για τη δημιουργία προϊόντων και υπηρεσιών καθώς επίσης και την διαχείριση των αποβλήτων που προκύπτουν από την παραγωγή και κατανάλωση αυτών των πόρων.

Στα τέλη της δεκαετίας 1980 ίσως υπήρχαν δύο με τρείς επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο οι οποίες δημοσίευαν περιβαλλοντικές αναφορές. Σήμερα ωστόσο,  σημαντικός αριθμός εισηγμένων σε χρηματιστήρια επιχειρήσεων, καταρτίζουν και δημοσιεύουν αναφορές σχετικά με το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.  Σήμερα υπάρχουν περίπου είκοσι μοντέλα, για περιβαλλοντική αναφορά.

Τα ζητήματα που σχετίζονται με την περιβαλλοντική λογιστική αλλάζουν σταθερά στο πέρασμα του χρόνου. Πολλές επιχειρήσεις αγνοούσαν τα περιβαλλοντικά θέματα κατά το παρελθόν, ωστόσο μέχρι πότε θα είναι σε θέση να το κάνουν αυτό; Η περιβαλλοντική λογιστική θα πρέπει να εισέλθει σε όλα τα στοιχεία των επιχειρήσεων συντάσσοντάς αναφορές για το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, προσδοκώντας σε μια ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων και σε ένα βιώσιμο μέλλον.