Πώς το «ταραγμένο» περιβάλλον που επέβαλε ο Covid-19 επηρεάζει τα Πιστωτικά Ιδρύματα σε σχέση με τον ορισμό της αθέτησης;

Γράφει ο Σπύρος Καψοκαβάδης, Director, Risk Management Services ΣΟΛ Crowe

Ο ορισμός της αθέτησης και η συσχέτιση του με την Πανδημία

Σε ποιο βαθμό μπορεί να σχετίζεται ο κορωνοϊός με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) και ένα Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς σε ότι αφορά τον Ορισμό της Αθέτησης;

Δίνοντας μια γρήγορη απάντηση θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια σχέση άμεση και ουσιαστική.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕ 575/2013, ένας οφειλέτης είναι σε αθέτηση εάν είναι σε καθυστέρηση πληρωμών άνω των 90 ημερών σε οποιαδήποτε σημαντική πιστωτική του υποχρέωση έναντι του Πιστωτικού Ιδρύματος ή / και όταν το ίδιο το Ίδρυμα εκτιμά ότι ο πιστούχος δεν είναι πιθανό να εκπληρώσει πλήρως την πιστωτική του υποχρέωση, εκτός εάν αυτό προσφύγει σε μέτρα όπως η ρευστοποίηση της εξασφάλισης. Δηλαδή, σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν ενδείξεις πιθανής αδυναμίας πληρωμής. Ο εν λόγω Κανονισμός παρέχει ένα κατάλογο στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη ως ενδείξεις πιθανής αδυναμίας πληρωμής ενώ παράλληλα εξουσιοδοτεί την ΕΑΤ για την θέσπιση κατευθυντηρίων γραμμών για την εφαρμογή τους.

Ο νέος ορισμός της αθέτησης πριν την έλευση του Covid-19

Στην προ covid-19 εποχή και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2016, η ΕΑΤ είχε εκδώσει τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές, με ημερομηνία εφαρμογής την 1η Ιανουαρίου του 2021, εξειδικεύοντας και σε ορισμένα σημεία ποσοτικοποιώντας τα στοιχεία του Κανονισμού ΕΕ 575/2013, ενώ συγχρόνως απαιτούσε από τα Πιστωτικά Ιδρύματα να προσδιορίζουν και άλλες πρόσθετες ενδείξεις πιθανής αδυναμίας πληρωμής σύμφωνα με τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες τους.

Παράλληλα, παρέθετε έναν ενδεικτικό κατάλογο στον οποίο περιλαμβάνονται ως πιθανές ενδείξεις οι ανησυχίες σχετικά με τη μελλοντική ικανότητα του δανειολήπτη να παράγει σταθερές και επαρκείς ταμειακές ροές, η απώλεια πηγών επαναλαμβανόμενου εισοδήματος ή η παραβίαση ρητρών της σύμβασης παροχής πίστωσης.

 Το οδοιπορικό της Αθέτησης: στάση πληρωμών vs αδυναμία πληρωμής

Η πανδημία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας με τις κυβερνήσεις να υιοθετούν μέτρα για την καταπολέμηση της ύφεσης.

Τα μέτρα συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων και νομοθετικές στάσεις πληρωμών (legislative moratoria).

H EAT υποστήριξε ένθερμα την υιοθέτηση αυτών των μέτρων ενώ παράλληλα παρότρυνε τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην υιοθέτηση και μη νομοθετικών στάσεων πληρωμών (non legislative moratoria).

Η αναγκαιότητα αυτών των μέτρων είναι προφανής καθώς αναμένεται να συμβάλλουν στην επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης για τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από την πανδημία.

Όμως, παράλληλα, τίθεται και το ουσιαστικό ερώτημα εάν η ένταξη μίας επιχείρησης σε ένα πρόγραμμα στάσης πληρωμών δύναται να ερμηνευτεί και ως ένδειξη πιθανής αδυναμίας πληρωμής.

Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει το πιστωτικό άνοιγμα να θεωρηθεί από το Πιστωτικό Ίδρυμα ως άνοιγμα σε αθέτηση, οπότε σύμφωνα με το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 θα πρέπει να ταξινομηθεί στο Στάδιο 3.

Σε αυτή την περίπτωση το Πιστωτικό Ίδρυμα θα πρέπει να σχηματίσει σημαντικά υψηλότερες προβλέψεις για αναμενόμενες ζημίες έναντι πιστωτικού κινδύνου, επιβαρύνοντας τα αποτελέσματα και συνεπώς την κερδοφορία του καθώς και το Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας.

Η ΕΑΤ με έκδοση σχετικών κατευθυντηρίων γραμμών αποσαφήνισε ότι η ένταξη σε κάποια στάση πληρωμών (moratorium) είτε πρόκειται για νομοθετική στάση πληρωμών είτε για μη νομοθετική στάση πληρωμών, δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη ένδειξη πιθανής αδυναμίας πληρωμής.

Όμως, απαιτεί από τα Πιστωτικά Ιδρύματα να αξιολογήσουν την δυνατότητα του οφειλέτη να ανταποκριθεί στο τροποποιημένο πρόγραμμα πληρωμών είτε με τη χρήση αυτοματοποιημένων κριτηρίων είτε με την κατά περίπτωση αξιολόγηση, ειδικά όταν η χρήση αυτοματοποιημένων κριτηρίων δεν ενδείκνυται.

 Τέσσερις προϋποθέσεις για τη στάση πληρωμών στο περιβάλλον της πανδημίας

Σε αυτό το σημείο σκόπιμο είναι να αναφερθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε μια δράση να μπορεί να χαρακτηριστεί ως στάση πληρωμών. Συγκεκριμένα, θα πρέπει η στάση πληρωμών:

  • να βασίζεται σε εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία (νομοθετική στάση πληρωμών) ή σε μη νομοθετική πρωτοβουλία που συντονίζεται εντός του τραπεζικού κλάδου ή σημαντικού μέρους αυτού,
  • να εφαρμόζεται σε μεγάλη ομάδα πιστούχων που προκαθορίζεται με βάση ευρεία κριτήρια που δεν απαιτούν την αξιολόγηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας,
  • να προβλέπει μόνο μεταβολές στο χρονοδιάγραμμα των πληρωμών, και συγκεκριμένα με αναστολή, αναβολή ή μείωση των καταβολών των ποσών του κεφαλαίου, των τόκων ή ολόκληρων δόσεων, για προκαθορισμένο (περιορισμένο) χρονικό διάστημα χωρίς να μεταβάλει άλλους όρους όπως το επιτόκιο,
  • και τέλος, να προβλέπει τους ίδιους όρους για τις μεταβολές στα χρονοδιαγράμματα πληρωμών σε όλα τα ανοίγματα που υπόκεινται στη στάση πληρωμών, ακόμα και αν η εφαρμογή της στάσης πληρωμών δεν είναι υποχρεωτική για τους πιστούχους.

Ειδικά για τις στάσεις πληρωμών που αφορούν την πανδημία, το πεδίο εφαρμογής της στάσης πληρωμών δύναται να περιοριστεί μόνο σε πιστούχους που εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους, οι οποίοι δεν είχαν αντιμετωπίσει δυσχέρειες πληρωμής πριν από την εφαρμογή της στάσης πληρωμών, αλλά δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στους πιστούχους που αντιμετώπισαν οικονομικές δυσχέρειες πριν από την έξαρση της πανδημίας του COVID-19.

Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η επιδότηση τόκων 5 μηνών σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (ΦΕΚ Β 1291 και ΦΕΚ B 2486/22.06.2020).

 Τι αλλάζει για τα Πιστωτικά Ιδρύματα ο «Ορισμός της Αθέτησης»;

Η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών για τον Ορισμό της Αθέτησης σίγουρα θα επιβαρύνει τα Πιστωτικά Ιδρύματα με λειτουργικό κόστος περαιτέρω ανάπτυξης συστημάτων, πολιτικών και διαδικασιών.

Η διαχείριση των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, προσθέτει επιπλέον λειτουργικό κόστος, καθώς τα Πιστωτικά Ιδρύματα θα πρέπει να αξιολογήσουν εάν η ένταξη ενός οφειλέτη σε κάποιο πρόγραμμα αποτελεί ένδειξη πιθανής αδυναμίας πληρωμής.

Ουσιαστικά το Πιστωτικό Ίδρυμα, θα πρέπει να σταθμίσει την οποιαδήποτε ελάφρυνση / διευκόλυνση του οφειλέτη σε αντιδιαστολή με την πιθανή επίπτωση της πανδημίας στην πιστοληπτική του ικανότητα.

Δηλαδή, να εκτιμήσει εάν οι επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 είναι πιθανόν να μετατραπούν σε μακροπρόθεσμες χρηματοοικονομικές δυσχέρειες ή αδυναμία εξόφλησης χρεών ή πτώχευση.

 Για παράδειγμα, μια επιχείρηση με ισχυρή κεφαλαιακή βάση και σημαντικά αποθέματα ρευστότητας θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις επιπτώσεις της πανδημίας χωρίς κάποια ενίσχυση, επομένως η ένταξη της σε κάποιο moratorium δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως πιθανή αδυναμία πληρωμής.

Η αξιολόγηση καθίσταται σημαντικά δυσκολότερη στην περίπτωση μίας υγιούς επιχείρησης, η οποία επλήγη σημαντικά από την πανδημία και που θα πρέπει να κριθεί εάν η ένταξη σε κάποιο moratorium θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της.

Σε αυτή την περίπτωση τα ιστορικά στοιχεία και η απλή ανάλυση αριθμοδεικτών δεν επαρκούν, καθώς πλέον στο νέο οικονομικό περιβάλλον θα πρέπει να αξιολογηθεί η μελλοντική ικανότητα της επιχείρησης, να παράγει χρηματοροές ικανές να εξυπηρετήσουν το χρέος της σύμφωνα με το νέο τροποποιημένο πρόγραμμα πληρωμών.